-
1 искажение
η παραμόρφωσ/ηбочкообразное - (тлв.) βαρε-λοειδής --кадра (тлв.) - εικόναςфазочастотное - των φάσεων/συχνοτήτων- формы - της μορφής/φόρμαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искажение
-
2 сообщение
1. (известие) η ανακοίνωσηη είδησηη κοινοποίηση2. (текст, донесение) η πληροφορία 3. (транспортное обслуживание) η συγκοινωνίαвоздушное - εναέρια -, αεροπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сообщение
-
3 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
4 regular state
French\ \ état régulierGerman\ \ regulärer ZustandDutch\ \ reguliere toestandItalian\ \ stato regolareSpanish\ \ estado regularCatalan\ \ estat regularPortuguese\ \ estado regularRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ reguljärt tillståndGreek\ \ τακτική κατάστασηFinnish\ \ säännöllinen tasoHungarian\ \ szabályos állapotTurkish\ \ düzenli durumEstonian\ \ regulaarolekLithuanian\ \ reguliarioji būsenaSlovenian\ \ -Polish\ \ stan regularnyRussian\ \ регулярное состояниеUkrainian\ \ регулярний станSerbian\ \ -Icelandic\ \ reglulega ástandEuskara\ \ ohiko egoeraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ حالة منتظمةAfrikaans\ \ reëlmatige toestandChinese\ \ 正 则 状 态Korean\ \ -
Перевод: с русского на все языки
со всех языков на русский- Со всех языков на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Английский
- Греческий